- ἀμφαγείρομαι
- ἀμφ-αγείρομαι: gather around, only aor. 2, θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο, Il. 18.37†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αμφαγείρομαι — ἀμφαγείρομαι (Α) συναθροίζομαι γύρω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + αρχ. ἀγείρομαι. Οι τ. ἠγερέθονται, ἠγερόθοντο πλάστηκαν στην επική γλώσσα με παρεμβολή τού σχηματιστικού επιθήματος θ και γενίκευση τού η για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
ἀμφαγέρονται — ἀμφαγείρομαι gather round pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφαγέροντο — ἀμφαγείρομαι gather round aor ind mid 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek